- μετάκοινος
- μετάκοινος, -ον (Α)συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κοινός (πρβλ. επί-κοινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάκοινος — sharing in common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάκοινοι — μετάκοινος sharing in common masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek